λογόστεμα

λογόστεμα
το обручение, помолвка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λογόστεμα" в других словарях:

  • λογόστεμα — το υπόσχεση γάμου, μνηστεία, αρραβώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λογοστέφω, τού οποίου μαρτυρείται μόνο η μτχ. παθ. παρακμ. λογοστεμένος] …   Dictionary of Greek

  • λογόστεμα — το, ατος υπόσχεση γάμου, αρραβώνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»